- προεσκεμμένως
- προεσκεμμένως, Adv.A with forethought, Antyll.(?)ap.Orib.45.17.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεσκεμμένως — with forethought indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεσκεμμένως — ΝΑ επίρρ. προμελετημένα αρχ. προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προεσκεμμένος, μτχ. παρακμ. τού προσκοποῦμαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek